- ψεγάδι
- το, Νελάττωμα, μειονέκτημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ψέγος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. πηγ-άδι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψεγάδι — το ελάττωμα, μειονέκτημα, ατέλεια: Δεν της βρίσκει κανένα ψεγάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουσούρευτος — η, ο [κουσουρεύω] αυτός που δεν έχει κουσούρι, ψεγάδι, ο αψεγάδιαστος … Dictionary of Greek
αψεγάδιαστος — η, ο [ψεγαδιάζω] αυτός που δεν έχει ψεγάδι, ο άψογος … Dictionary of Greek
λείψιμο — το (Μ λείψιμον) έλλειψη μσν. ψεγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + κατάλ. ιμο] … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
μωμώμαι — μωμῶμαι, άομαι και ποιητ. και ιων. τ. μωμέομαι (Α) [μώμος] βρίσκω σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι σε κάποιον, μέμφομαι, επικρίνω, κατηγορώ κάποιον … Dictionary of Greek
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
σκονάδι — το, Ν [σκόνη] (διαλ. τ.) (στην Κρήτη) καθετί που αντιβαίνει τους κανόνες ηθικής, ελάττωμα, ψεγάδι («βλάψιμο τσ ίδιας φύσης και σκονάδι», Ερωφ.) … Dictionary of Greek
τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… … Dictionary of Greek
ψεγαδιάζω — Ν [ψεγάδι] 1. βρίσκω ψεγάδια σε κάποιον 2. ψέγω … Dictionary of Greek